achevaler

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

achevaler (fr)

  1. βάζω κάτι να στέκεται πάνω σε δύο πράγματα ταυτόχρονα
  2. (στρατιωτικός όρος) κατέχω τις δύο όχθες ενός ποταμιού