acontecimento
Εμφάνιση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
acontecimento | acontecimentos |
acontecimento (pt) αρσενικό
- το γεγονός
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
acontecimento | acontecimentos |
acontecimento (pt) αρσενικό