acquiescement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
acquiescement | acquiescements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
acquiescement (fr) αρσενικό
- η αποδοχή
ενικός | πληθυντικός |
acquiescement | acquiescements |
acquiescement (fr) αρσενικό