administratively

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

administratively < administrative + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

administratively (en)

  • διοικητικά
    an area separated administratively into districts - περιοχή διαιρεμένη διοικητικά σε περιφέρειες

Πηγές[επεξεργασία]