adulterous
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
adulterous (en)
- (νομικός όρος) που σχετίζεται ή διαπράττει μοιχεία
- the adulterous wife - η μοιχαλίδα
- adulterous affair - εξωσυζυγική σχέση, μοιχεία