μοιχεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μοιχεία | οι | μοιχείες |
γενική | της | μοιχείας | των | μοιχειών |
αιτιατική | τη | μοιχεία | τις | μοιχείες |
κλητική | μοιχεία | μοιχείες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μοιχεία < αρχαία ελληνική μοιχεία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μοιχεία θηλυκό
- η σεξουαλική συνεύρεση έγγαμου ατόμου με άλλο πλην του/της συζύγου άτομο, η εξωσυζυγική σχέση