adulthood

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
adulthood < adult + -hood

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

adulthood (en)

  • η περίοδος κατά την οποία κάποιος είναι ενήλικος