advancement
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
advancement | advancements |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]advancement (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η πρόοδος
- ⮡ advancements in science - οι πρόοδοι της επιστήμης
- (μη μετρήσιμο) η ανάδειξη, πρόοδος σε εργασία, κοινωνική τάξη κτλ.
- ⮡ The ideal of democracy is freedom and the advancement of the individual.
- Το ιδεώδες της δημοκρατίας είναι η ελευθερία και η ανάδειξη του ατόμου.
- ⮡ The ideal of democracy is freedom and the advancement of the individual.