Μετάβαση στο περιεχόμενο

affabilité

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
affabilité affabilités

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

affabilité (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη affable