affabilité
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]| ενικός | πληθυντικός |
| affabilité | affabilités |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]affabilité (fr) θηλυκό
- η εγκαρδιότητα, η προσήνεια
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη affable
| ενικός | πληθυντικός |
| affabilité | affabilités |
affabilité (fr) θηλυκό