aliénabilité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
aliénabilité | aliénabilités |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
aliénabilité (fr) θηλυκό
- το απαλλοτριώσιμο, η δυνατότητα να απαλλοτριωθεί κάτι