allée
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ομώνυμα / Ομόηχα
[επεξεργασία]- aller, allé, allés, allées → δείτε τη λέξη aller
- haler, halé, halée, halés, halées → δείτε τη λέξη haler
- hâler, hâlé, hâlée, hâlés, hâlées → δείτε τη λέξη hâler
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
allée | allées |
allée (fr) θηλυκό
- η αλέα, η δενδροστοιχία