allée
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]Ομώνυμα / Ομόηχα
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
allée | allées |
allée (fr) θηλυκό
- η αλέα, η δενδροστοιχία
ενικός | πληθυντικός |
allée | allées |
allée (fr) θηλυκό