allergic
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | allergic |
συγκριτικός | more allergic |
υπερθετικός | most allergic |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]allergic (en)
- αλλεργικός, που μου φέρνει αλλεργία
He’s allergic to eggs.
- Είναι αλλεργικός στα αυγά.
She is allergic to mosquito bites/bee stings.
- Τα τσιμπήματα των κουνουπιών/των μελισσών τής έφεραν αλλεργία.
- αλλεργικός, που προκαλείται από αλλεργία
allergic rhinitis - αλλεργική ρινίτιδα
an allergic rash - αλλεργικό εξάνθημα
allergic asthma/shock - αλλεργικό άσθμα/σοκ
- (ανεπίσημο, σκωπτικό, όχι πριν από το ουσιαστικό) αλλεργικός, που μου φέρνει αλλεργία, έχω έντονη απέχθεια για κάποιον ή για κάτι
Are you allergic to work?
- Είσαι αλλεργικός στις δουλειές;
I am allergic to that man.
- Αυτός ο άνθρωπος μου φέρνει αλλεργία.
I’m allergic to listening to this music.
- Παθαίνω αλλεργία όταν ακούω αυτή τη μουσική.