Μετάβαση στο περιεχόμενο

allergic

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός allergic
συγκριτικός more allergic
υπερθετικός most allergic

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
allergic < allergy + -ic

Επίθετο

[επεξεργασία]

allergic (en)

  1. αλλεργικός, που μου φέρνει αλλεργία
    παράδειγμα  He’s allergic to eggs.
    Είναι αλλεργικός στα αυγά.
    παράδειγμα  She is allergic to mosquito bites/bee stings.
    Τα τσιμπήματα των κουνουπιών/των μελισσών τής έφεραν αλλεργία.
  2. αλλεργικός, που προκαλείται από αλλεργία
    παράδειγμα  allergic rhinitis - αλλεργική ρινίτιδα
    παράδειγμα  an allergic rash - αλλεργικό εξάνθημα
    παράδειγμα  allergic asthma/shock - αλλεργικό άσθμα/σοκ
  3. (ανεπίσημο, σκωπτικό, όχι πριν από το ουσιαστικό) αλλεργικός, που μου φέρνει αλλεργία, έχω έντονη απέχθεια για κάποιον ή για κάτι
    παράδειγμα  Are you allergic to work?
    Είσαι αλλεργικός στις δουλειές;
    παράδειγμα  I am allergic to that man.
    Αυτός ο άνθρωπος μου φέρνει αλλεργία.
    παράδειγμα  I’m allergic to listening to this music.
    Παθαίνω αλλεργία όταν ακούω αυτή τη μουσική.