allumage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
allumage allumages

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

allumage (fr) αρσενικό