Μετάβαση στο περιεχόμενο

alourdissement

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
alourdissement alourdissements

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

alourdissement (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]