alourdissement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
alourdissement | alourdissements |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]alourdissement (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
alourdissement | alourdissements |
alourdissement (fr) αρσενικό