alpiniste
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
alpiniste | alpinistes |
alpiniste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο αλπινιστής, o ορειβάτης
ενικός | πληθυντικός |
alpiniste | alpinistes |
alpiniste (fr) αρσενικό ή θηλυκό