alpiniste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
alpiniste | alpinistes |
alpiniste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο αλπινιστής, o ορειβάτης
ενικός | πληθυντικός |
alpiniste | alpinistes |
alpiniste (fr) αρσενικό ή θηλυκό