als
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
als (de)
- Ich habe mehr Angst als du, έχω περισσότερο άγχος από εσένα
- Ich verdiene mehr als du, βγάζω περισσότερα χρηματα από εσένα
- Als Ersatz gebe ich dir einen neuen Apparat, ως(για) αντικατάσταση, σου δίνω μια νέα συσκευή
Καταλανικά (ca) [επεξεργασία]
Ετυμολογία =[επεξεργασία]
Άρθρο[επεξεργασία]
als (ca)
Ολλανδικά (nl) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
als (nl)