ambassadrice
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ambassadrice | ambassadrices |
ambassadrice (fr) θηλυκό
- (διπλωματία) η πρέσβειρα
ενικός | πληθυντικός |
ambassadrice | ambassadrices |
ambassadrice (fr) θηλυκό