amincissement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
amincissement < amincir

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
amincissement amincissements

amincissement (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]