amma

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

amma < (άμεσο δάνειο) ταμίλ அம்மா, (άμεσο δάνειο) χίντι अम्मा (μητέρα)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

amma (en)

  • μητέρα / μαμά, χρησιμοποιείται από τους Ινδικούς μετανάστες