amphétamine
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
amphétamine | amphétamines |
amphétamine (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
amphétamine | amphétamines |
amphétamine (fr) θηλυκό