Μετάβαση στο περιεχόμενο

amphétamine

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
amphétamine amphétamines

amphétamine (fr) θηλυκό