analyst
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]analyst (en)
- ο αναλυτής (άνθρωπος που αναλύει κάποιο θέμα, συνήθως επαγγελματικά)
- systems analyst, public policy analyst, financial analyst
- ο ψυχαναλυτής
analyst (en)