anaphrodisiaque

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
anaphrodisiaque anaphrodisiaques

Επίθετο

[επεξεργασία]

anaphrodisiaque (fr) αρσενικό ή θηλυκό