andrologue
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
andrologue | andrologues |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
andrologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- γιατρός εξειδικευμένος στην ανδρολογία
ενικός | πληθυντικός |
andrologue | andrologues |
andrologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό