Μετάβαση στο περιεχόμενο

annuntio

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
annuntio < ad + nuntio

annuntio (& adnuntio)

  1. ανακοινώνω
  2. διακηρύσσω
  3. εκθέτω