Μετάβαση στο περιεχόμενο

anonymously

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
anonymously < anonymous + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

anonymously (en) (χωρίς παραθετικά)

  • ανώνυμα
      He referred to the public figures anonymously, without naming them.
    Aναφέρθηκε ανώνυμα σε πρόσωπα της δημόσιας ζωής, χωρίς να τα κατονομάσει.
      Someone called me anonymously, without telling me their name.
    Kάποιος μου τηλεφώνησε ανώνυμα, χωρίς να μου πει το όνομά του.