anosmie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
anosmie anosmies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

anosmie (fr) θηλυκό