anoxie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
anoxie anoxies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

anoxie (fr) θηλυκό