ansprechen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ansprechen (de)
- απευθύνομαι (σε κάποιον)
- ενοχλώ
ansprechen (de)