antiquity

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

antiquity (en)

  • (μη μετρήσιμο) η αρχαιότητα, οι αρχαίοι χρόνοι
    ⮡  When was the transition from Antiquity to the Middle Ages?
    Πότε έγινε η μετάβαση από την Αρχαιότητα στον Μεσαίωνα;