apercevable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
apercevable | apercevables |
Επίθετο[επεξεργασία]
apercevable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να γίνει αντιληπτός
ενικός | πληθυντικός |
apercevable | apercevables |
apercevable (fr) αρσενικό ή θηλυκό