aphélie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
aphélie aphélies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

aphélie (fr) αρσενικό