aplicável
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
aplicável | aplicáveis |
aplicável (pt) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
aplicável | aplicáveis |
aplicável (pt) αρσενικό ή θηλυκό