Μετάβαση στο περιεχόμενο

apnée

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
apnée apnées

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

apnée (fr) θηλυκό