Μετάβαση στο περιεχόμενο

apologie

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
apologie apologies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

apologie (fr) θηλυκό

  1. η απολογία
  2. το εγκώμιο