apprentice
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
apprentice (en)
- ένας εκπαιδευόμενος
- ένας μαθητευόμενος, κάλφας