apprenticeship
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- apprenticeship < apprentice + -ship
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]apprenticeship (en)
- η μαθητεία, η κατάσταση και η χρονική περίοδος κατά την οποία κάποιος είναι μαθητευόμενος