apprentissage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
apprentissage apprentissages

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

apprentissage (fr) αρσενικό

  1. η εκμάθηση
    il s'est lancé dans l'apprentissage du chinois - ρίχτηκε στην εκμάθηση των κινεζικών
  2. η μαθητεία