arrondissement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
arrondissement | arrondissements |
arrondissement (fr) αρσενικό
- (γεωγραφία) το διαμέρισμα