arrondissement
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
arrondissement | arrondissements |
arrondissement (fr) αρσενικό
- (γεωγραφία) το διαμέρισμα
ενικός | πληθυντικός |
arrondissement | arrondissements |
arrondissement (fr) αρσενικό