arroseur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
arroseur | arroseurs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
arroseur (fr) αρσενικό
- ο ποτιστής
ενικός | πληθυντικός |
arroseur | arroseurs |
arroseur (fr) αρσενικό