artériographique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
artériographique artériographiques

Επίθετο[επεξεργασία]

artériographique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

bilan artériographique - γενική αρτηριογραφική εξέταση

Συγγενικά[επεξεργασία]