Μετάβαση στο περιεχόμενο

artifact

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
artifact artifacts

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

artifact (en)

  • αμερικανική γραφή του artefact
      It’s not a museum per se, but they do have some interesting artifacts.
    Δεν είναι μουσείο καθαυτό, αλλά έχουν μερικά ενδιαφέροντα αντικείμενα.