asphyxie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
asphyxie | asphyxies |
asphyxie (fr) θηλυκό
- η ασφυξία
ενικός | πληθυντικός |
asphyxie | asphyxies |
asphyxie (fr) θηλυκό