Μετάβαση στο περιεχόμενο

assortiment

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
assortiment assortiments

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

assortiment (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]