assoupissement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
assoupissement | assoupissements |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]assoupissement (fr) αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη assoupir