Μετάβαση στο περιεχόμενο

assouplissement

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
assouplissement assouplissements

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

assouplissement (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]