at large
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
at large (en)
- (ως επίθετο) που κυκλοφορεί ελεύθερος, που παραμένει ασύλληπτος
- στο σύνολό του/της, συνολικά, εν γένει
at large (en)