Μετάβαση στο περιεχόμενο

at large

Από Βικιλεξικό

Έκφραση

[επεξεργασία]

at large (en)

  1. (ως επίθετο) που κυκλοφορεί ελεύθερος, που παραμένει ασύλληπτος
  2. στο σύνολό του/της, συνολικά, εν γένει