attisement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
attisement | attisements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
attisement (fr) αρσενικό
- η υποδαύλιση, το υποδαύλισμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη attiser