Μετάβαση στο περιεχόμενο

attisement

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
attisement attisements

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

attisement (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη attiser