autoclore
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
autoclore (fr)
- (ορθογραφία του 1990) κλείνω μόνος μου (κάτι που είχα ανοίξει με δική μου πρωτοβουλία)
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- (παραδοσιακή ορθογραφία) auto-clore