autotomie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
autotomie | autotomies |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
autotomie (fr) θηλυκό
- (ζωολογία) αυτοτομία
ενικός | πληθυντικός |
autotomie | autotomies |
autotomie (fr) θηλυκό