aviatrice
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
aviatrice | aviatrices |
aviatrice (fr) θηλυκό
- η αεροπορίνα, η αεροπόρος
ενικός | πληθυντικός |
aviatrice | aviatrices |
aviatrice (fr) θηλυκό